- αθερμομέτρητος
- -η, -οαυτός που δε θερμομετρήθηκε: Ο άρρωστος δεν έπρεπε να μείνει αθερμομέτρητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθερμομέτρητος — η, ο [θερμομετρώ] αυτός που δεν θερμομετρήθηκε … Dictionary of Greek